Η αντίφαση ξεπερνιέται εύκολα αν ορίσουμε τον εαυτό ως τον συνειδητό νου, οπότε η εξαπάτηση του εαυτού συνίσταται στην απόκρυψη της αλήθειας από αυτόν. Με ά λλα λόγια, είναι εφικτή η ταυτόχρονη αποθήκευση αληθών και ψευδών πληροφοριών, εφόσον η αλήθεια αποθηκεύεται στον ασυνείδητο νου και το ψέμα στον συνειδητό. Μ ερικές φορές αυτό αφορά δραστηριότητες του συνειδητού νου, όπως η ενεργητική καταστολή της μνήμης, αλλά οι διαδικασίες καθ’ εαυτές είναι συνήθως ασυνείδητες — χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν στρεβλώνουν τη συνειδητή αντίληψή μας. Συνειδητό νου (χωρίς δυνατότητα αυτεπίγνωσης, ως επί το πλείστον) διαθέτουν και τα περισσότερα ζώα, υπό την έννοια ενός «λαμπτήρα» που παραμένει αναμμένος όσο το ζώο βρίσκεται σε εγρήγορση και του επιτρέπει να επικεντρώνει την προσοχή του στον εξωτερικό κόσμο μέσω των αισθητήριων οργάνων του. Επομένως, το κρίσιμο στοιχείο στον ορισμό της αυτοεξαπάτησης είναι ο αποκλεισμός της αληθούς πληροφορίας από τη συνείδηση και η διατήρησή της, αν διατηρείται καν, σε διαβαθμίσεις ασυνειδησίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, είναι πιθανόν να μην αποθηκευτεί καμία εκδοχή της αλήθειας. Λυτό που εκ πρώτης όψεως φαντάζει παράλογο και χρήζει εξήγησης είναι η αποθήκευση της ψευδούς πληροφορίας στον συνειδητό νου. Τι θα μπορούσε να εξυπηρετεί αυτό; Θ α υπέθετε κανείς ότι, αν χρειαζόταν οπωσδήποτε να αποθηκεύουμε αληθείς και ψευδείς εκδοχές του ίδιου συμβάντος ταυτόχρονα, τότε θα αποθηκεύαμε την αληθή εκδοχή στον συνειδητό νου, ώστε να επωφεληθούμε από τα πλεονεκτήματα της συνείδησης (όποια και αν είναι αυτά), και θα καταχωνιάζαμε με ασφάλεια την ψευδή πληροφορία κάπου βαθιά «στο υπόγειο».
Κατά παρόμοιο τρόπο, η νευρικότητα εντείνει τις ασυναίσθητες νευρικές κινήσεις, ενώ το γνωστικό φορτίο τις περιορίζει. Και πάλι, αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, οι απατηλές ενέργειες συχνά συνοδεύονται από μ ε ιω μ έ ν ε ς νευρικές κινήσεις. Επιπλέον, οι άνδρες κάνουν λιγότερες χειρονομίες όταν ψεύδονται, ενώ τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν την τάση να συνοδεύουν τον λ ό γο τους με μακρύτερες παύσεις όταν παραπλανούν, φ αινόμενα που επίσης συνάδουν με τις συνέπειες του αυξημένου γνωστικού φορτίου. Έτυχε πρόσφατα να γίνω μάρτυρας ενός ευτράπελου παραδείγματος αυτού του φαινομένου όταν, έξω από το σπίτι μου στην Τζαμάικα, εμφανίστηκε ξαφνικά ένας νεαρός επάνω σε μοτοσικλέτα, με πρόθεση (απ’ ό,τι φαινόταν) να μου αποσπάσει χρήματα ή να με ληστέψει. Τον ρώτησα πώς τον έλεγαν. «Στιβ», μου απάντησε. «Και το επώνυμό σου;». Παύση. «Τόση ώρα θέλεις για να θυμηθείς το επώνυμό σου;». Ό σο γρήγορα μπορείς να πεις «Τζόουνς», αποκρίθηκε: «Τζόουνς». Ώ στε τον έλεγαν «Στιβ Τζόουνς» — ένα όχι απίθανο ονοματεπώνυμο για τα δεδομένα της Τζαμάικας, αν και λιγότερο πιστευτό από το αληθινό, το οποίο, όπως αποδείχθηκε, ήταν Ο μάρ Κλαρκ. Το αυξημένο γνωστικό φορτίο πρόδωσε αμέσως το ψέμα του. Παρ’ όλα αυτά, όπως δείχνουν πρόσφατες έρευνες, τα ψέματα δεν συνοδεύονται απαραιτήτως από βραδύτερες λεκτικές αποκρίσεις.
Όλα εξαρτώνται από το είδος του ψέματος. Πιο εύκολα αρνείται κανείς ένα συμβάν παρά ομολογεί την αλήθεια για αυτό, ενώ κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα καλοδουλεμένα ψέματα. Η εξαπάτηση μπορεί επίσης να αποκαλυφθεί από την προσπάθεια άσκησης ελέγχου στον εαυτό. Ένα καλό παράδειγμα παρέχει το ύψος της φωνής. Στους απατεώνες, ο τόνος της φωνής είναι κατά κανόνα υψηλότερος του συνηθισμένου. Πρόκειται για ένα γενικό εύρημα που αποτελεί φυσική συνέπεια του στρες ή της προσπάθειας. Παραδείγματος χάριν, ένας άνδρας που προσπαθεί να αποκρούσει την κατηγορία ότι διατηρεί παράνομο δεσμό με κάποια γυναίκα ονόματι Σέρι, ενδέχεται να ακούσει αισθητά οξύτερη τη φωνή του στην αναφορά του ονόματός της: «Νομίζεις πώς βρίσκομαι με τη ΣΕρι;». Ε, τις είχα τις υποψίες μου, αλλά μόλις μου έδωσες έναν επιπλέον λ ό γο να το πιστεύω. Ένα άλλο παράπλευρο φαινόμενο στην καταστολή της συμπεριφοράς είναι οι δραστηριότητες μετατόπισης. Σύμφωνα με την κλασική περιγραφή της ηθολογίας — του επιστημονικού κλάδου που μελετά τη ζωική συμπεριφορά στο φυσικό περιβάλλον— , πρόκειται για ανακόλουθες κινήσεις που εμφανίζονται συνήθως όταν διεγείρονται ταυτόχρονα δύο αντιπθέμενα κίνητρα. Εφόσον καμία από τις δύο παρορμήσεις δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, η εγκλωβισμένη ενέργεια μπορεί να ενεργοποιήσει κάποια άσχετη συμπεριφορά, όπως μια μυϊκή σύσπαση. Για τον λόγο αυτό, οι δραστηριότητες μετατόπισης στα πρωτεύοντα θεωρούνται αξιόπιστοι δείκτες στρες. Κάποτε επιχείρησα να πω ένα αθώο ψέμα σε μια φιλενάδα μου, την ώρα που πίναμε το ποτό μας σε κάποιο μπαρ, και ένιωσα ξαφνικά τον αριστερό μου βραχίονα να συσπάται. Βγαίναμε ήδη κάμποσο καιρό, οπότε το βλέμμα της στυλώθηκε μεμιάς στη σύσπαση του μπράτσου μου.
Το φαινόμενο επαναλήφθηκε λίγους μήνες αργότερα, α λλά με τους ρόλους να έχουν αντιστραφεί. Αν ήταν αγώνας τένις, κάθε φορά ο διαιτητής θα φώναζε: «Πλεονέκτημα στον αντίπαλο». Η νευρικότητα μνημονεύεται σχεδόν καθολικά ως παράγοντας συνδεόμενος με την εξαπάτηση, τόσο από εκείνους που προσπαθούν να ανιχνεύσουν την εις βάρος τους απάτη όσο και από τους ίδιους τους απατεώνες, οι οποίοι προσπαθούν να αποτρέψουν την αποκάλυψ ή της. Αυτό εν μέρει οφείλεται στη φύση του πειραματικού πλαισίου, το οποίο, λόγω της ανυπαρξίας αρνητικών συνεπειών από την αποκάλυψη της απάτης, δεν προκαλεί ιδιαίτερη νευρικότητα στα άτομα που συμμετέχουν στο πείραμα. Πέραν αυτού, ακόμη και υπό πραγματικές συνθήκες — σε εγκληματολογικές έρευνες, λόγου χάριν— , αν κάποιος αντιληφθεί ότι θεωρείται ύποπτος, πιθανόν να αισθανθεί νευρικότητα, ασχέτως αν πράγματι ψεύδεται ή όχι. Επιπλέον, επειδή έχουμε συνείδηση ότι η νευρικότητα μπορεί να αποκαλύψει την εξαπάτηση, δεν αποκλείεται να διαθέτουμε ισχυρούς μηχανισμούς καταστολής της — ιδίως οι καθ’ έξιν ψεύτες.