Connect with us

Διεθνή

Πολιτικός ακραίος Μπαχτσελί: «Θέμα χρόνου να συγκρουστούμε με την Ελλάδα»

Published

on

Πόσοι τέτοιοι ασυνείδητοι σπόνδυλοι επηρεάζουν τη ζωή μας; Ο μόνος λόγος που γνω ρίζω για την ύπαρξη του συγκεκριμένου είναι επειδή οι τσέπες μου γεμίζουν με μικροαντικείμενα — και κατά καιρούς γίνομαι δέκτης σχετικών πειραγμάτων από φίλους. Η κλοπή ιδεών, η οποία είναι ευρέως διαδεδομένη στους ακαδημαϊκούς κύκλους, σπανίως αφήνει πίσω της φανερά ίχνη. Έγραψα κάποτε ένα επιστημονικό άρθρο που είχε έντονα δανεικά στοιχεία από ένα διάσημο βιβλίο. Ωστόσο, όταν ολοκλήρωσα τη συγγραφή του άρθρου, το γεγονός αυτό είχε πια διαγράφει από τον νου μου. Μόνο όταν ξαναδιάβασα το αντίτυπο του βιβλίου που είχα στη βιβλιοθήκη μου διαπίστωσα την προέλευση των ιδεών του άρθρου- τα σχετικά εδάφια ήταν έντονα υπογραμμισμένα, με πολλές παράπλευρες σημειώσεις.

 

Φαίνεται ότι διαθέτουμε πολλούς ασυνείδητους σπονδύλους για τη χειραγώγηση των άλλων με ιδιαίτερους τρόπους. Εξειδικευμένα μέρη του νου μας αναζητούν συγκεκριμένες ευκαιρίες εκμετάλλευσης των άλλων. Αυτή η οργάνωση του νου έχει το πλεονέκτημα ότι δύο ή περισσότερες δραστηριότητες μπορούν να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, χωρίς η μία να παρεμβαίνει στην ά λλη. Αν ένας ανεξάρτητος ασυνείδητος σπόνδυλος ασχολείται με τη διερεύνηση των πιθανών ευκαιριών κλοπής ή παραπλάνησης, δεν χρειάζεται να παρεμβαίνει, παρά ελάχιστα, σε άλλες νοητικές διεργασίες. Δεν έχουμε ιδέα πόσο διαδεδομένη είναι αυτού του είδους η δραστηριότητα. Σύμπτωμα της αυτοεξαπάτησης είναι ένα μεροληπτικό σύστημα ροής της πληροφορίας, με τον συνειδητό νου να αφιερώνεται (εν μέρει) στην οικοδόμηση μιας πλαστής πραγματικότητας, χωρίς να έχει επίγνωση των συμπεριφορών και των τεκμηρίων που την καταρρίπτουν. Δεδομένου ότι η αλήθεια είναι γενικά χρήσιμο να φ υλάσσεται κάπου, οι μηχανισμοί της αυτοεξαπάτησης αναμένεται να συνυπάρχουν με μηχανισμούς ορθής αντίληψης της πραγματικότητας. Ο νους πρέπει να έχει μια ιδιαίτερα πολύπλοκη δομή, καταμερισμένος σε πολλούς δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, που αλληλεπιδρούν με περίπλοκους τρόπους. Το γενικό κόστος της αυτοεξαπάτησης είναι η εσφαλμένη αντίληψη της πραγματικότητας (ιδίως της κοινωνικής) και η δημιουργία ενός κατακερματισμένου και ατελέσφορου νοητικού συστήματος. Επιπλέον, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η αυτοεξαπάτηση έχει σημαντικό ανοσιακό κόστος.

 

Τέλος, υπάρχει και η λεγόμενη «επαγόμενη αυτοεξαπάτηση», κα ­ τά την οποία το άτομο καταλήγει να υπηρετεί ασυνείδητα τα συμφέροντα κάποιου άλλου ατόμου που του φορτώνει εξ ο λοκλήρου το κόστος της αυτοεξαπάτησης — η χειρότερη συνθήκη όλων. Από την άλλη, όπως θα δούμε στο Κεφάλαιο 3, το όλο σύστημα δίνει στο άτομο την ευχέρεια να εξαπατά ενίοτε τον εαυτό του για άμεσα οφέλη (ακόμη και ανοσιακά). Πριν από όλα, όμως, θα εξετάσουμε την εξαπάτηση στη Φύση. Για το θέμα αυτό υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία, από την οποία συνάγονται ορισμένες ιδιαίτερα σημαντικές γενικές αρχές.  Προτού καταπιαστούμε με τη διερεύνηση της αυτοεξαπάτησης, ας εξετάσουμε πρώτα ορισμένα φαινόμενα εξαπάτησης σε άλλους ζωντανούς οργανισμούς. Ό πως αποδεικνύεται, μπορούμε ευκολότερα να διακρίνουμε σημαντικά γενικά μοτίβα αν διευρύνουμε το αντικείμενο της μελέτης μας, ώστε να συμπεριλάβει όλα τα είδη ζωής και όχι μόνο το δικό μας. Στο πλαίσιο της εξελικτικής προσέγγισης, επιδιώκουμε τη μελέτη της εξαπάτησης σε όλες τις εκφάνσεις της, αναζητώντας αρχές με γενική ισχύ. Με τα έως τώρα δεδομένα, οι μορφές εξαπάτησης φαντάζουν αστείρευτες και οι γενικές αρχές λιγοστές. Δεδομένου ότι η εξαπάτηση δεν πραγματοποιείται σε κοινή θέα, τα μυστικά της έρχονται στο φως μόνο ύστερα από ενδελεχή μελέτη και ανάλυση. Ευτυχώς, έχουν ήδη διενεργηθεί πολυάριθμες τέτοιες μελέτες και έχουν ανακαλυφθεί ορισμένες σημαντικές αρχές που ισχύουν για όλα τα είδη. Πρώτον, κάθε νέα επινόηση απολαμβάνει αυτομάτως ένα ισχυρό πλεονέκτημα. Τα καινοφανή απατηλά τεχνάσματα συνήθως διαδίδονται τάχιστα στον πληθυσμό, διότι — ακριβώς λόγω του ότι είναι καινοφανή— δεν υπάρχουν αμυντικά μέσα εναντίον π>υς. Αυτό συντελεί ώστε, στα βάθη του εξελικτικού χρόνου, να εκτυλίσσεται μια «συνεξελικτική μάχη» ανάμεσα στον απατεώνα και στο θύμα, η οποία ευνοεί την εξέλιξη πολύπλοκων μηχανισμών και στις δύο πλευρές: παράξενων, εξεζητημένων μορφών εξαπάτησης και εκλεπτυσμένων μέσων ανίχνευσής  Η ίδια μάχη έχει ευνοήσει, ιδίως στα πτηνά και στα θηλαστικά, την εξέλιξη της νοημοσύνης. Αναλογιστείτε το απλό πρόβλημα της διάκρισης ενός αντικειμένου από το υπόβαθρό του. Αν το αντικείμενο δεν έχει υποστεί εξελικτική πίεση ώστε να ενσωματώνεται στο υπόβαθρο, τότε θα διαφοροποιείται από αυτό σε πλείστες όσες τυχαίες λεπτομέρειες και θα εντοπίζεται εύκολα. Αν, όμως, έχει βάλει το χέρι της η εξέλιξη, τα πράγματα αλλάζουν άρδην.

 

Διεθνή

Ελληνοτουρκικά: Κλιμακώνει την ένταση η Τουρκία και κάνει ασκήσεις πραγματικών πυρών

Published

on

By

Η ικανότητα αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα πολύτιμη απέναντι σε παράσιτα που εκκολάπτονται πριν από τους νεοσσούς του ξενιστή και, προκειμένου να μονοπωλήσουν τη γονική επένδυση, απορρίπτουν όλα τα υπόλοιπα αβγά της φ ω λιάς, με αποτέλεσμα να μην αφήνουν στον ξενιστή κανέναν δικό του απόγονο. Είναι τότε προτιμότερο για τον ξενιστή να το πάρει απόφαση ότι η επένδυσή του πήγε χαμένη και να παρατήσει τη φωλιά του. Σε τέτοια περίπτωση, ασκείται πίεση στα παράσιτα να αφαιρούν ένα αβγό του ξενιστή για κάθε δικό τους αβγό που αποθέτουν στη φωλιά, διατηρώντας έτσι τον συνολικό αριθμό.  μακριά από τη φωλιά, ίσως για να συγκαλυφθεί το έγκλημα. Στους νεοσσούς του παρασίτου, ασκείται πίεση επιλογής να έχει το στόμα τους παρόμοιο χρώμα με το στόμα του ξενιστή. Μάλιστα, τα παράσιτα φ ω λιάς συνήθως φέρουν ιδιαίτερα τονισμένα, ζωηρά χρώματα στο στόμα τους. Τα παράσιτα εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι, σε πολλά είδη πτηνών, οι πιο υγιείς νεοσσοί κάθε γέννας έχουν το πιο ζωηρόχρωμο στόμα.

 

Οι θετοί γονείς εκλαμβάνουν το ζωηρό χρώμα ως ένδειξη υγείας, με αποτέλεσμα να παρέχουν στον νεοσσό του παρασίτου περισσότερη τροφή. Στα είδη που αποβάλλουν τα θετά αδέλφια από τη φωλιά, μολονότι το παράσιτο καταφέρνει να μονοπωλήσει τη φροντίδα των θετών γονέων του, συχνά δεν αρκείται μόνο σε αυτό. Δεδομένου ότι η ποσότητα της τροφής που φέρνουν οι γονείς στη φ ωλιά εξαρτάται από το σύνολο των κραυγών που ακούν, το παράσιτο έχει συμφέρον να μιμείται τις κραυγές πολλώ ν νεοσσών ταυτόχρονα, ώστε οι θετοί γονείς του να του φέρουν περισσότερη τροφή. Η ικανότητα αυτή έχει πράγματι εξελιχθεί σε διάφορα είδη κούκων. Κάποια είδη, μάλιστα, προχωρούν ένα βήμα παραπέρα. Στην Ιαπωνία ζει ένα είδος κούκου που παρασιτεί εις βάρος ενός γερακιού που φωλιάζει σε κουφάλες δένδρων. Στην εσωτερική επιφάνεια των φτερούγων του, ο κούκος φέρει κηλίδες που προσομοιάζουν με τον χρωματισμό του λαιμού του ξενιστή του, με αποτέλεσμα, όταν ο νεοσσός του κούκου ανοίγει τα φτερά του εκλιπαρώντας για τροφή, να μοιάζει με τρεις νεοσσούς αντί για έναν. Μάλιστα, οι θετοί γονείς ενίοτε επιχειρούν να ταΐσουν τις κηλίδες του φτερώματος του κούκου! Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας επιλογής είναι τα λά ­ θη του ξενιστή στην αναγνώριση των νεοσσών του, ένα αναπ όφευκτο γνώρισμα κάθε συστήματος διάκρισης (Κεφάλαιο 8).

 

Οι ξενιστές με μικρή ικανότητα διάκρισης σπανίως απορρίπτουν τους νεοσσούς τους, αλλά ξεγελιούνται εύκολα και αποδέχονται νεοσσούς μολοθρών στη φωλιά.  Στις καλαμοποταμίδες (A c r o c e p h a l u s s c i r p a c e u s ) , οι γονείς μαθαίνουν καλά την εμφάνιση των αβγών τους και απορρίπτουν ό σ α διαφοροποιούνται περισσότερο από κάποιο π ο σ ο σ τ ό . Αν η συχνότητα παρασιτισμού των φ ωλιών τους ανέρχεται στο 30%, τότε συμφέρει να απορρίπτουν όσα αβγά έχουν παράξενη εμφάνιση. Αν είναι χαμηλότερη, τότε το κόστος λόγω της καταστροφής των δικών τους αβγών καθίσταται απαγορευτικό. Πράγματι, οι καλαμοποταμίδες στο Ηνωμένο Βασίλειο παρασιτούνται με συχνότητα μόλις 6% και δεν απορρίπτουν τα πρόσθετα αβγά από τη φωλιά τους, παρεκτός αν θεαθεί κάποιος κούκος κοντά στη φωλιά την επίμαχη περίοδο (γεγονός που ίσως ανεβάζει την πιθανότητα παρασιτισμού επάνω από το 3ο%). Σε έναν πληθυσμό καλαμοποταμίδων, η μείωση της συχνότητας παρασιτισμού από 20% σε 4% συνοδεύτηκε από μείωση της συχνότητας απόρριψης αβγών κατά το ένα τρίτο. Δεδομένου ότι η μεταβολή ήταν υπερβολικά γρήγορη για να οφείλεται σε γενετικές αιτίες, συνάγεται ότι οι καλαμοποταμίδες μπορούν να προσαρμόζουν την ικανότητά τους για διάκριση ανάλογα με τις υφιστάμενες ενδείξεις παρασιτισμού. Προσέξτε εδώ τη σημασία της συχνοεξαρτώμενης επίδρασης.

 

 

Αν όλα σχεδόν τα αβγά είναι δικά τους, τότε οι καλαμοποταμίδες με μεγάλη ικανότητα διάκρισης θα καταστρέφουν κάποιο ποσοστό των αβγών τους σε κάθε γέννα — το ιο%, λό ­ γου χάριν— χωρίς να αποκομίζουν οφέλη, παρά μόνο σπανίως. Αν όμως η συχνότητα παρασιτισμού είναι 30%, τότε ο κίνδυνος ζημίας στον εαυτό λόγω της μεγάλης ικανότητας διάκρισης πέφτει στο 7%, ενώ ταυτόχρονα αποσοβείται ένα σημαντικό κόστος (της ανατροφής νεοσσών από άλλα είδη στο }ο% των περιπτώσεων). Σε χαμηλή συχνότητα παρασιτισμού, η ανίχνευση των απατεώνων δεν αξίζει τον κόπο- μόνο σε περιπτώσεις διαδεδομένου παρασιτισμού αναμένεται να ενεργοποιούνται ισχυρά μέσα άμυνας.  Το όλο σύστημα χαρακτηρίζεται από μια αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα. Οι ξενιστές φαίνεται ότι αδυνατούν, για κάποιον λόγο, να αναπτύξουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται το προφανές γεγονός ότι, πέρα από το χρώμα του στόματος και τις ικετευτικές κραυγές τους, οι νεοσσοί των κούκων και των μολοθρών δεν φέρουν καμία ομοιότητα με τους δικούς τους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι νεοσσοί των κούκων είναι αισθητά πιο μεγαλόσωμοι από τους ξενιστές τους (εξαπλάσιοι σε μέγεθος ή και ακόμη μεγαλύτεροι), με αποτέλεσμα ο θετός γονέας να αναγκάζεται να σκαρφαλώνει στον ώμο του νεοσσού προκειμένου να τον ταΐσει. Δεδομένου ότι θα ωφελούσε τον ξενιστή να αντιλαμβανόταν αυτή την εξωφρενική διαφορά μεγέθους και να έπαιρνε τα μέτρα του, πώς εξηγείται άραγε ότι είδη επί ειδών δεν έχουν κατορθώσει να το κάνουν; Αν και δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τη λύση στο μυστήριο, έχουν διατυπωθεί ορισμένες ενδιαφέρουσες υποθέσεις. Α π ’ ό,τι φαίνεται, η αδυναμία διάκρισης είναι εντονότερη σε είδη στα οποία το παράσιτο αποβάλλει από τη φ ωλιά τα θετά αδέλφια του προτού εκκολαφθούν. Έτσι, αν ο γονέας μάθαινε την εμφάνιση των νεοσσών του είδους του εντυπώνοντας στον νου του την εικόνα των πρώτων νεοσσών που θα εκκολάπτονταν στη φ ωλιά του, αυτό θα απέδιδε ικανοποιητικά εφόσον τα αβγά ήταν πράγματι δικά του, α λλά θα αποδεικνυόταν θανάσιμο αν είχε πέσει εξαρχής θύμα παρασιτισμού — θα εντυπωνόταν στον νου του η εικόνα του παρασίτου, με αποτέλεσμα, μόλις αντικρίζει στη φωλιά δικούς του νεοσσούς, να τους σκοτώνει. Η αναπαραγωγική επιτυχία του θα εκμηδενιζόταν, καθότι θα αντιλαμβανόταν ως ξένους όλους τους δικούς του νεοσσούς. Στα μάτια του θετού γονέα, ορισμένα από τα χαρακτηριστικά των παρασίτων φ ω λιάς φαντάζουν ακαταμάχητα. Παραδείγματος χάριν, οι γονείς αναμένεται γενικά να δείχνουν εύνοια στους πιο μεγαλόσωμους νεοσσούς της φ ωλιάς τους, με το σκεπτικό ότι είναι πιο υγιείς και πιο δυνατοί, οπότε η επένδυση σε αυτούς έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να αποδώσει θετικά.  Αντιστοίχως, πολλά παράσιτα φ ωλιάς βγάζουν ικετευτικές κραυγές πιο δυνατές από του ξενιστή — άρα, πιο ακαταμάχητες— ή έχουν ιδιαίτερα τονισμένο, ζωηρόχρωμο στόμα. Η μεγέθυνση τέτοιων σημάτων κοστίζει λιγότερο απ’ ό,τι η μεγέθυνση συνολικά του σώματος. Υπάρχει άλλη μία εξήγηση για το ότι οι ξενιστές ανέχονται τους πρόδηλους μιμητές: ο φόβος των συνεπειών. Σε ορισμένα είδη πτηνών έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα ωμού εκφοβισμού, όπως η καταστροφή ο λόκληρης της φ ωλιάς του ξενιστή από κούκους ή μολοθρούς, ώστε να τον τιμωρήσουν για το ότι απέβαλε από τη φωλιά τα αβγά τους. Ο ξενιστής υποβάλλεται στο δίλημμα είτε να αποδεχθεί, έως έναν βαθμό, τον παρασιτισμό είτε να υποστεί βαριές συνέπειες — κατά κάποιον τρόπο, του ζητείται να πληρώσει φόρο για να μη χάσει τη ζωή του. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η καταβολή του εκβιαστικού φόρου από μέρους του ξενιστή συμβάλλει σε υψηλότερη αναπαραγωγική επιτυχία απ’ ό,τι η άρνηση της καταβολής του (και η συνεπακόλουθη καταστροφή της φωλιάς). Ό πως έχουν δείξει πρόσφατες έρευνες, σε ορισμένους ξενιστές παρατηρείται ένα είδος κοινωνικής μεταβίβασης γνώσεων. Οι καλαμοποταμίδες, φέρ’ ειπείν, παρατηρούν με ζωηρό ενδιαφέρον και μιμητική διάθεση την επιθετική συμπεριφορά γειτονικών καλαμοποταμίδων έναντι ομοιωμάτων κούκων (ενώ δεν κάνουν το ίδιο στην περίπτωση ομοιωμάτων ακίνδυνων ειδών, όπως οι παπαγάλοι). Η φασαρία στη γειτονική χωροκράτεια κινεί την περιέργεια των καλαμοποταμίδω ν έτσι, πλησιάζουν για να δουν τι συμβαίνει. Αν το θύμα της επίθεσης είναι κάποιος κούκος, τότε παραμένουν στο σημείο και π α ­ ρ α τ η ρ ο ύ ν τη μάχη με προσοχή — και αν αργότερα τοποθετηθεί ομοίωμα κούκου στη δική τους χωροκράτεια, σπεύδουν να του επιτεθούν. Αυτό το είδος κοινωνικής μάθησης επιτρέπει να διαδίδονται τα αμυντικά μέσα έναντι των παρασίτων φ ω ­ λιάς πολύ ταχύτερα από όσο θα διαδίδονταν.

Continue Reading

Διεθνή

Τούρκος Αντιπρόεδρος: «Αν ρε παιδιά τα 12 μίλια δεν είναι αιτία πολέμου, τότε τι είναι;»

Published

on

By

Η φυσική επιλογή θα έχει εξαλείψει πολλές από τις τυχαίες διαφορές αντικειμένου – υποβάθρου, θέτοντας τον παρατηρητή ενώπιον ενός πολύ πιο σύνθετου, από γνωστική άποψη, προβλήματος. Η ΣΥΝΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΜΑΧΗ ΜΕΤΑΞΥ ΑΠΑΤΕΩΝΑ ΚΑΙ ΘΥΜΑΤΟΣ Η πιο σημαντική γενική αρχή είναι ότι ο απατεώνας και το θύμα εμπλέκονται σε μια συνεξελικτική μάχη από την οποία αδυνατούν να απεμπλακούν. Δεδομένου ότι τα συμφέροντά τους σχεδόν πάντοτε συγκρούονται — ό,τι κερδίζει ο ένας από το ψέμα το χάνει ο άλλος αν το πιστέψει— , λαμβάνει χώρα, στα βάθη του εξελικτικού χρόνου, μια μάχη κατά την οποία οι γενετικές βελτιώσεις της μίας πλευράς ευνοούν την εξέλιξη αντίστοιχων βελτιώσεων στην άλλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το φ αινόμενο είναι «συχνοεξαρτώμενο» — δηλαδή, τα μέσα εξαπάτησης είναι αποτελεσματικά όταν έχουν χαμηλή συχνότητα στον πληθυσμό και αναποτελεσματικά όταν έχουν υψηλή, ενώ τα μέσα ανίχνευσης της απάτης είναι αποτελεσματικά όταν η εξαπάτηση έχει υψηλή συχνότητα στον πληθυσμό και αναποτελεσματικά όταν έχει χαμηλή. Αυτό σημαίνει ότι ο απατεώνας και το θύμα συνδέονται με μια κυκλική σχέση, υπό την έννοια ότι κανείς δεν μπορεί να ωθήσει τον ά λλον στην εξαφάνιση.

 

Οι σχετικές πληθυσμικές συχνότητές τους παρουσιάζουν διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου, αλλά παραμένουν διαρκώς εντός ορίων που αποτρέπουν την εξαφάνιση είτε του ενός είτε του άλλου.    Δεν χρειάζεται να ψάξουμε μακριά για να ανακαλύψουμε ενδείξεις συχνοεξαρτώμενης επιλογής στις σχέσεις εξαπάτησης μεταξύ θηρευτών και θηραμάτων. Στις πεταλούδες και στα ψίδια, λόγου χάριν, υπάρχουν δύσγευστα ή δηλητηριώδη είδη που φέρουν έντονα, ζωηρά χρώματα, ώστε οι θηρευτές τους να τα αναγνωρίζουν και να τα αποφεύγουν. Το γεγονός αυτό ευνοεί την εξέλιξη μιμητών, οι οποίοι, μολονότι εύγευστοι και ακίνδυνοι, κατορθώνουν να προστατεύονται από τους εχθρούς τους μιμούμενοι την εμφάνιση των δύσγευστων ή δηλητηριωδών ειδών. Στη δυτική Αφρική ζουν διάφορα συγγενικά είδη δηλητηριωδών πεταλούδων. Στο ίδιο δάσος ενδέχεται να συνυπάρχουν έως πέντε διαφορετικά δηλητηριώδη είδη, όλα με διαφορετικό χρωματισμό. Κατά εντυπωσιακό τρόπο, υπάρχει ένα μη δηλητηριώδες είδος πεταλούδας ικανό να μιμείται την εμφάνιση και των πέντε διαφορετικών δηλητηριωδών ειδών. Ειδικότερα, τα θηλυκά αποθέτουν πέντε διαφορετικούς τύπους αβγών, και από κάθε τύπο εκκολάπτονται νεοσσοί που μοιάζουν με ένα από τα δηλητηριώδη είδη. Αυτό το ασυνήθιστο σύστημα μίμησης αποτελεί έξοχο παράδειγμα συχνοεξαρτώμενης επιλογής. Υπάρχει ένα εύγευστο είδος πεταλούδας που μιμείται την εμφάνιση πέντε συγγενικών, δηλητηριωδών ειδών. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκόψει μόνο μέσω συχνοεξαρτώμενης επιλογής.

 

Ειδικότερα, κάθε μιμητική προσαρμογή αρχίζει να χάνει αξία μόλις η συχνότητά της υπερβεί την πληθυσμική συχνότητα του «μοντέλου» της. Αν όλες οι εύγευστες πεταλούδες μιμούνταν το ίδιο δηλητηριώδες είδος, τότε τα πτηνά που τις τρώνε σύντομα θα εξειδικεύονταν στην αναγνώριση της συγκεκριμένης μορφής και θα την αποδεκάτιζαν. Μια συνέπεια της συχνοεζάρτησης είναι ότι ευνοείται διαρκώς το καινούργιο. Ό πως είδαμε στο παραπάνω παράδειγμα, όσο μεγαλύτερος γίνεται ο πληθυσμός ενός μιμητή σε σχέση με το δηλητηριώδες είδος που μιμείται τόσο αυξάνει η συχνότητα των καινοφανών μορφών στον πληθυσμό του μιμητή. Με άλλα λόγια, όσο πολυπληθέστεροι γίνονται οι μιμητές τόσο περισσότερο διαφοροποιούνται, ώστε να αποφεύγουν την ανίχνευση. Εξ ορισμού, κάθε καινοφανές μέσο εξαπάτησης αρχικά σπανίζει στον πληθυσμό, οπότε εξασφαλίζει ένα αρχικό πλεονέκτημα. Οι επιτυχημένες μεταμφιέσεις δημιουργούν το υπόβαθρο έναντι του οποίου θα ευδοκιμήσει κάθε μελλοντική καινοτομία. Αν κάποιες αποκλίνουσες μορφές του μιμητή τύχει να μοιάζουν με κάποιο άλλο δηλητηριώδες είδος, τότε θα εξελιχθούν δύο διαφορετικοί πληθυσμοί που θα μιμούνται δύο διαφορετικά είδη.

 

ΜΙΑ ΕΠΙΚΗ ΣΥΝΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΜΑΧΗ Μπορεί κανείς να ανακαλύψει αναρίθμητα παραδείγματα της λειτουργίας των συνεξελικτικών αρχών διερευνώντας τις σχέσεις ανάμεσα στα παράσιτα φ ω λιά ς και στους δύσμοιρους ξενιστές τους. Τα πτηνά και τα μυρμήγκια προσφέρονται ιδιαίτερα για αυτό. Ένα απροσδόκητα υψηλό ποσοστό πτηνών, περίπου το ι% του συνόλου των ειδών (κυρίως κούκοι και μολοθροί, αλλά και ορισμένα είδη πάπιας).  Ο ι συγκεκριμένες σχέσεις παρασίτων – ξενιστών έχουν μελετηθεί με ασυνήθιστη λεπτομέρεια. Μνημονεύονται σε ινδικούς μύθους από τα βάθη της αρχαιότητας, αργότερα περιγράφηκαν από τον Αριστοτέλη και πρόσφατα μελετήθηκαν εκτενώς με τη συνδρομή ευρηματικών πειραμάτων πεδίου που σχεδιάστηκαν επιμελώς για να ξεδιαλύνουν τους υποκείμενους μηχανισμούς τους. Η πρώτη κίνηση του απατεώνα είναι να αποθέσει ένα αβγό στη φ ωλιά του θύματος. Ω ς αποτέλεσμα, ασκείται εξελικτική πίεση στο θύμα να αναπτύξει την ικανότητα να αναγνωρίζει αβγά με περίεργη εμφάνιση και να τα απορρίπτει από τη φωλιά. Αυτό με τη σειρά του συντελεί στην άσκηση εξελικτικής πίεσης στο παράσιτο να μοιάζουν τα αβγά του με τα αβγά του ξενιστή ως προς τα στίγματα και τον χρωματισμό τους. Μάλιστα, σε ορισμένα παρασιτικά είδη που αποθέτουν αβγά σε φ ωλιές πολλώ ν διαφορετικών ειδών, κάθε χωριστό άτομο εξειδικεύεται στην απόθεση αβγών παρόμοιας εμφάνισης με εκείνα του αντίστοιχου ξενιστή. Τώρα, ασκείται πίεση στον ξενιστή να αναπτύξει την ικανότητα να μετρά πόσα αβγά υπάρχουν συνολικά στη φωλιά και να την εγκαταλείπει αν διαπιστώσει ότι περιέχει παραπανίσια.

Continue Reading

Διεθνή

Τσαβούσογλου: Άλλους τρεις μήνες στην ανατολική Μεσόγειο το καράβι μας Έλληνες»

Published

on

By

Ό ταν ζητείται από διάφορα άτομα να δώσουν αυτοβιογραφικές περιγραφές καταστάσεων κατά τις οποίες είτε εκνευρίστηκαν οι ίδιοι (οπότε κατέχουν τη θέση του θύματος) είτε εκνεύρισαν κάποιον άλλον (οπότε κατέχουν τη θέση του αυτουργού), αποκαλύπτεται μια σειρά από έντονες διαφ ορές. Ο αυτουργός συνήθως θεωρεί την πράξη του κατανοητή και ουσιώδη, ενώ το θύμα συνήθως τη χαρακτηρίζει αυθαίρετη, αχρείαστη και ακατανόητη. Τα θύματα συχνά εξιστορούν σχοινοτενώς το συμβάν, τονίζοντας το διαρκές της αδικίας που έχουν υποστεί, ενώ οι αυτουργοί το περιγράφουν ως κάτι μεμονωμένο, χωρίς μακρόχρονες επιπτώσεις. Μια συνέπεια της ασυμμετρίας θύματος – αυτουργού είναι ότι, όταν το θύμα καταπνίγει την εκτόνωση του θυμού του από τις π ολλαπλές π ροκλήσεις που υφίσταται και τελικά αντιδρά ύστερα από τη συσσώρευση πλήθους προσβολών, ο αυτουργός ενδέχεται να σταθεί μόνο στην τελευταία πρόκληση και να εκλάβει την οργισμένη συμπεριφορά του θύματος ως μια υπερβολική και αδικαιολόγητη αντίδραση. Υπάρχουν επίσης τα λεγάμενα «αναληθή εσωτερικά αφηγήματα». Στην προσωπική θεώρηση των κινήτρων μας ενδέχεται να υπεισέρχεται μια μεροληψία που αποκρύπτει τις πραγματικές μας στοχεύσεις. Στο συνειδητό επίπεδο, οι πράξεις μας είναι πιθανόν να δικαιολογούνται με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους, ώστε, αν ποτέ τεθούν υπό αμφισβήτηση, να (διαθέτουμε πάντοτε μια έτοιμη εναλλακτική εξήγηση, για την οποία να είμαστε καθ’ όλα πεπεισμένοι: «Μα αυτό δεν μου πέρασε καθόλου από τον νου- αντίθετα, σκεφτόμουν…».

 

Με τα χρόνια έχω ανακαλύψει ότι επιδίδομαι ασυνείδητα σε μικροκλοπές. Σουφρώνω μικροαντικείμενα κάτω από τη μύτη των κατόχων τους. Κλέβω μολύβια, στυλό, σπίρτα, αναπτήρες και άλλα εύχρηστα αντικείμενα που μπορεί κανείς εύκολα να τσεπώσει. Δεν έχω καμία συναίσθηση της πράξης την ώρα που την κάνω (όπως ίσως να μην έχετε ούτε εσείς, αν κάνετε το ίδιο), παρότι πρόκειται για μια συνήθεια που κρατά περισσότερο από σαράντα χρόνια. Ίσως επειδή η λειτουργία της είναι ασυνείδητη, φαίνεται να έχει αποκτήσει τη δική της ζωή — και συχνά στρέφεται εναντίον του στενού προσωπικού μου συμφέροντος. Κλέβω κιμωλίες από τον εαυτό μου ενόσω διδάσκω και καταλήγω να ψάχνω μάταια για κιμωλία την ώρα της διάλεξης (φυσικά, δεν έχω μαυροπίνακα στο σπίτι μου). Κλέβω στυλό από το γραφείο μόνο και μόνο για να τα αραδιάσω στο σπίτι και να μην έχω στυλό την επομένη στο γραφείο — και πάει λέγοντας. Πρόσφατα έκλεψα ένα μπρελόκ με κλειδιά από το γραφείο ενός διευθυντή σχολείου στην Τζαμάικα. Κανένα όφελος για εμένα, υψηλό κόστος για εκείνον. Κοντολογίς, μου φαίνεται ότι διαθέτω έναν μικρό ασυνείδητο σπόνδυλο (αρθρωτό στοιχείο) αφιερωμένο στις μικροκλοπές, επαρκώς απομονωμένο, ώστε να μην επηρεάζεται από άλλες παράλληλες δραστηριότητες, όπως η ομιλία.

 

Θ α πρέπει, φυσικά, να μελετά τη συμπεριφορά του υποψήφιου θύματος, αλλά να αφιερώνει χρόνο και στη δική μου, ώστε να μην αφήνει αποκαλυπτικά ίχνη. Αξίζει να αναφερθούν δύο ακόμη ενδιαφέροντα γνωρίσματα αυτού του μικρού σπονδύλου: ότι η εν λόγω συμπεριφορά έχει παραμείνει αμετάβλητη καθ’ όλη τη ζωή μου και ότι, αν και με το πέρασμα των χρόνων τυχαίνει ολοένα συχνότερα να αντιλαμβάνομαι εκ των υστέρων την πράξη μου, αυτό δεν έχει συμβάλει σχεδόν καθόλου στην επίγνωση της συμπεριφοράς πριν, κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την τέλεση της πράξης. Επιπλέον, φαίνεται ότι, καθώς γερνάω, ο σπόνδυλος ενεργοποιείται όλο και πιο συχνά. Παρεμπιπτόντως, ο μοναδικός άνθρωπος που θυμάμαι να με έπιασε ποτέ στα πράσα είναι ο αδελφ ός μου, με τον οποίο μεγαλώσαμε σχεδόν σαν δίδυμοι, καθότι γεννήθηκε μόλις έναν χρόνο ύστερα από εμένα.

 

Ο καθένας μας είχε ανέκαθεν την ικανότητα να αναγνωρίζει τις απατεωνιές του άλλου με τρόπο απλησίαστο για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Μια φορά, όταν ήμασταν γύρω στα πενήντα, πήγα να τσεπώσω το στυλό του, όταν ξαφνικά μου άρπαξε το χέρι και τράβηξε το στυλό λίγο πριν προλάβω να το βάλω στην τσέπη μου. Έχω την εντύπωση ότι ποτέ δεν σουφρώνω αντικείμενα από το γραφείο κάποιου όταν είναι άδειο. Μπορεί να μου γυαλίσει κάποιο στυλό και το χέρι μου να κινηθεί για να το αρπάξει, α λλά αμέσως θα σκεφτώ: «Ρόμπερτ, αυτό θα ήταν κλεψιά», και σταματώ. Ίσως όταν κλέβω κάποιον κάτω από τη μύτη του να θεωρώ ότι έχει δώσει σιωπηρά τη συγκατάθεσή του. Ό ταν έκλεβα τα κλειδιά του σχολικού διευθυντή, ταυτόχρονα του παρέδιδα ένα μικρό ποσό για κάποια υπηρεσία που είχε προσφέρει, και συλλογιζόμουν ότι μάλλον την πλήρωνα ακριβότερα από όσο άξιζε. Ίσως, λοιπόν, να είπα μέσα μου: «Αφού εσύ θα πάρεις τα λεφτά, τότε εγώ θα πάρω τα κλειδιά», και να θεώρησα ότι εκείνος αποδέχθηκε τη συμφωνία.

Continue Reading

Trending